- ῥοδόπυγος
- ῥοδό-πῡγος, ον,A rosy-rumped, AP5.54 (Diosc.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ροδόπυγος — ον, Α αυτός που έχει ροδοκόκκινο πισινό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόδον + πυγος (< πυγή), πρβλ. μελάμ πυγος, πλατύ πυγος] … Dictionary of Greek
ῥοδόπυγον — ῥοδόπυγος rosy rumped masc/fem acc sg ῥοδόπυγος rosy rumped neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρόδο — το / ῥόδον, ΝΜΑ και αιολ. τ. βρόδον, Α το άνθος τής ροδής, το τριαντάφυλλο (α. «ο Απρίλης με τα λουλούδια κι ο Μάης με τα ρόδα» β. «φύεται αὐτόματα ρόδα», Ηρόδ. γ. «οὔτε γὰρ ἐκ σκίλλης ῥόδα φύεται οὐδ ὑάκινθος», Θέογν.) νεοελλ. φρ. α) «ρόδο τής… … Dictionary of Greek